ἡμιστιχίου

ἡμιστιχίου
ἡμιστίχιον
half-line
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”